Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η αυθεντία

  • 1 авторитет

    авторитет м το κύρος, η αυθεντία; пользоваться \авторитетом έχω κύρος
    * * *
    м
    το κύρος, η αυθεντία

    по́льзоваться авторите́том — έχω κύρος

    Русско-греческий словарь > авторитет

  • 2 авторитет

    авторитет
    м
    1. τό κῦρος, ἡ αὐθεντικό-τητα [-ης], τό γόητρο[ν] / ἡ ἐπιρροή (влияние):
    пользоваться \авторитетом ἔχω κῦρος;
    2. (о человеке) ἡ αὐθεντία:
    в области физики он для нас \авторитет γιά μᾶς (αὐτός) εἶναι αὐθεντία στά ζητήματα τής φυσικής.

    Русско-новогреческий словарь > авторитет

  • 3 влияние

    влия||ние
    с
    1. (воздействие) ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπενέργεμα:
    оказывать \влияние ἐξασκῶ ἐπίδραση, ἐπιδρώ, ἐπηρεάζω, ἐπενεργώ· поддаваться \влияниению ἐπηρεάζομαι, ὑφίσταμαι τήν ἐπίδραση·
    2. (сила авторитета) ἡ ἐπιρροή, τό κϋρος, ἡ ίσχύς, ἡ αὐθεντία:
    человек с большим \влияниением ἄνθρωπος μέ μεγάλο κύρος (или μέ μεγάλην ίσχύν)· пользоваться \влияниением ἔχω ἐπιρροή, ἔχω κύρος.

    Русско-новогреческий словарь > влияние

  • 4 являться

    явля||ться
    несов
    1. φθάνω, Ερχομαι / ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (по приказанию):
    \являться в суд προσέρχομαι στό δικαστήριο· \являться в назначенный час παρουσιάζομαι στήν καθορισμένη ὠρα· \являться вовремя ἐρχομαι στήν (δρα μου· \являться кстати Ερχομαι στήν κατάλληλη στιγμή· \являться за чем-либо ἐρχομαι γιά κάτι· \являться в театр φτάνω στό θέατρο·
    2. (появляться, возникать) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·
    3. (оказываться, становиться) είμαι:
    \являться причиной εἶναι αἰτία (τοῦ δτι)· для меня это \являтьсяет-ся полнейшей неожиданностью αὐτό γιά μένα εἶναι ἐντελώς ἀπροσδόκητο· он \являтьсяется директором εἶναι διευθυντής· \являтьсяться авторитетом εἶμαι αὐθεντία·
    4. (быть) είμαι, γίνομαι, ἀποτελώ:
    \являться образцом ἀποτελῶ ὑπόδειγμα· этот факт \являтьсяет-ся доказательством того́, что... αὐτό τό γεγονός ἀποτελεί ἀπόδειξη τοῦ ὅτι...· \являться средством εἶναι μέσον.

    Русско-новогреческий словарь > являться

  • 5 властность

    θ.
    κυριαρχία, αυθεντία.

    Большой русско-греческий словарь > властность

См. также в других словарях:

  • αὐθεντία — αὐθεντίᾱ , αὐθεντία absolute sway fem nom/voc/acc dual αὐθεντίᾱ , αὐθεντία absolute sway fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθεντίᾳ — αὐθεντίᾱͅ , αὐθεντία absolute sway fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυθεντία — η (AM αὐθεντία) [αυθέντης] νεοελλ. 1. το αναμφισβήτητο κύρος σε κάποιον τομέα της επιστήμης ή της τέχνης 2. αυτός που διαθέτει το αναμφισβήτητο κύρος, ο κατεξοχήν ειδικός μσν. 1. το αξίωμα του «αυθέντου» 2. η τάξη των αρχόντων 3. η περιοχή στην… …   Dictionary of Greek

  • αυθεντία — η το αναμφισβήτητο κύρος της γνώμης κάποιου σε κάτι: Στα θέματα αυτά ο Α είναι αυθεντία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐθεντίας — αὐθεντίᾱς , αὐθεντία absolute sway fem acc pl αὐθεντίᾱς , αὐθεντία absolute sway fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθεντίαι — αὐθεντίᾱͅ , αὐθεντία absolute sway fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθεντίαν — αὐθεντίᾱν , αὐθεντία absolute sway fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθεντίαις — αὐθεντία absolute sway fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι …   Dictionary of Greek

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»